καταπύθω

καταπύθω
καταπύθω (Α)
1. κάνω κάτι να σαπίσει, κατασαπίζω κάτι
2. παθ. καταπύθομαι
σήπομαι, κατασαπίζω («ξύλον, τὸ μὲν οὐ καταπύθεται ὄμβρῳ», Ομ. Ιλ.)
3. (κατά τον Ησύχ.) «εὐρωτιῶ», μουχλιάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + πύθω «κάνω κάτι να σαπίσει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κατέπυσ' — κατέπῡσα , καταπύθω putrefy aor ind act 1st sg κατέπῡσε , καταπύθω putrefy aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπύθεται — καταπύ̱θεται , καταπύθω putrefy pres ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατεπύθετο — κατεπύ̱θετο , καταπύθω putrefy imperf ind pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”